- ευνουχίζομαι
- ευνουχίζομαι, ευνουχίστηκα, ευνουχισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποκόπτω — κ. κόβω κ. κόφτω (ΑΜ ἀποκόπτω) 1. κόβω εντελώς, πέρα πέρα 2. απομακρύνω 3. (για σκέψη) αλλάζω, μεταβάλλω 4. (για φθόγγους) παθαίνω αποκοπή μσν. νεοελλ. 1. εμποδίζω 2. (για ομιλητή, αφηγητή) σταματώ, διακόπτω 3. σταματώ να θηλάζω το βρέφος 4. (για … Dictionary of Greek
αποτέμνω — (AM ἀποτέμνω) κόβω, αποκόπτω, αποχωρίζω αρχ. μσν. ( ομαι) ευνουχίζομαι αρχ. Ι. 1. (με γεωγρ. σημασία) χωρίζω, διαιρώ 2. (για συζήτηση) απομονώνω, θέτω χωριστά II. ( ομαι) 1. αποχωρίζω κάτι από την κοινή χρήση, αφιερώνω, καθιερώνω 2. αποχωρίζω για … Dictionary of Greek
υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ … Dictionary of Greek
ՆԵՐՔԻՆԱՆԱՄ — (ացեալ.) NBH 2 0422 Chronological Sequence: Early classical չ. ՆԵՐՔԻՆԱՆԱԼ. εὑνουχίζομαι eviror. Ներքինի լինել. *Վասն որ ոչ կամօքն ներքինացեալ են. Կանոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)